μεταβούλους

μεταβούλους
μετάβουλος
changing one's mind
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετάβουλος — μετάβουλος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλει την απόφαση του, που αλλάζει το φρόνημά του («ἀποκρίνεσθαι δεῑται νυνὶ πρὸς Ἀθηναίους μεταβούλους», Αριστφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + βουλος (< βουλή «σκέψη, απόφαση»), πρβλ. σύμ βουλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”